ἀπαιδευσία — ἀπαιδευσίᾱ , ἀπαιδευσία want of education fem nom/voc/acc dual ἀπαιδευσίᾱ , ἀπαιδευσία want of education fem nom/voc sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀπαιδευσίᾳ — ἀπαιδευσίαι , ἀπαιδευσία want of education fem nom/voc pl ἀπαιδευσίᾱͅ , ἀπαιδευσία want of education fem dat sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
απαιδευσία — η αμορφωσιά, χωριατιά: Κάθε λόγος του, κάθε κίνησή του έδειχνε την απαιδευσία του … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
Ἀπαιδευσία μετ’ ἐξουσίας τίκτει ἄνοιαν. — См. Кто знатен и силен, Да не умен, Так худо, ежели и с добрым сердцем он … Большой толково-фразеологический словарь Михельсона (оригинальная орфография)
ἀπαιδευσίας — ἀπαιδευσίᾱς , ἀπαιδευσία want of education fem acc pl ἀπαιδευσίᾱς , ἀπαιδευσία want of education fem gen sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀπαιδευσίαι — ἀπαιδευσία want of education fem nom/voc pl ἀπαιδευσίᾱͅ , ἀπαιδευσία want of education fem dat sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀπαιδευσίαν — ἀπαιδευσίᾱν , ἀπαιδευσία want of education fem acc sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀπαιδευσίαις — ἀπαιδευσία want of education fem dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀπαιδευσίην — ἀπαιδευσία want of education fem acc sg (epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀπαιδευσίῃ — ἀπαιδευσία want of education fem dat sg (epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)