απαιδευσία

απαιδευσία
η (AM ἀπαιδευσία)
έλλειψη παίδευσης, αμορφωσιά
αρχ.
1. αμάθεια, άγνοια, χωριατιά
2. απειρία, ανικανότητα
(«άπαιδευσία πλούτου» — ανικανότητα στη διαχείριση χρημάτων, Αριστοτ.)
3. έλλειψη άσκησης («ἀπαιδευσίᾳ ὀργῆς» — από έλλειψη άσκησης στη συγκράτηση της οργής).

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Look at other dictionaries:

  • ἀπαιδευσία — ἀπαιδευσίᾱ , ἀπαιδευσία want of education fem nom/voc/acc dual ἀπαιδευσίᾱ , ἀπαιδευσία want of education fem nom/voc sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀπαιδευσίᾳ — ἀπαιδευσίαι , ἀπαιδευσία want of education fem nom/voc pl ἀπαιδευσίᾱͅ , ἀπαιδευσία want of education fem dat sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • απαιδευσία — η αμορφωσιά, χωριατιά: Κάθε λόγος του, κάθε κίνησή του έδειχνε την απαιδευσία του …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • Ἀπαιδευσία μετ’ ἐξουσίας τίκτει ἄνοιαν. — См. Кто знатен и силен, Да не умен, Так худо, ежели и с добрым сердцем он …   Большой толково-фразеологический словарь Михельсона (оригинальная орфография)

  • ἀπαιδευσίας — ἀπαιδευσίᾱς , ἀπαιδευσία want of education fem acc pl ἀπαιδευσίᾱς , ἀπαιδευσία want of education fem gen sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀπαιδευσίαι — ἀπαιδευσία want of education fem nom/voc pl ἀπαιδευσίᾱͅ , ἀπαιδευσία want of education fem dat sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀπαιδευσίαν — ἀπαιδευσίᾱν , ἀπαιδευσία want of education fem acc sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀπαιδευσίαις — ἀπαιδευσία want of education fem dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀπαιδευσίην — ἀπαιδευσία want of education fem acc sg (epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀπαιδευσίῃ — ἀπαιδευσία want of education fem dat sg (epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”